παραγηρώ

παραγηρώ
-άω, Α
φθάνω σε βαθιά γεράματα, ξεμωραίνω λόγω γήρατος, καταντώ κρονόληρος («ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἤ παρανοιας ἑαλωκώς», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + γηρῶ (βλ. λ. γήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγήραμα — τὸ, Α [παραγηρώ] 1. πολύ βαθιά γεράματα, πέρα από το συνηθισμένο 2. παραλήρημα, ξεκούτιασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”